- περιμύρεται
- περιμύ̱ρεται , περί-μύρωflowaor subj mid 3rd sg (epic)περιμύ̱ρεται , περί-μύρωflowpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιμύρομαι — Α θρηνωδώ γύρω από κάτι («ἐρημαίην περιμύρεται ἀμφὶ καλιήν... ἀηδών», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μύρομαι «κλαίω, θρηνώ»] … Dictionary of Greek